- ξυλοπόδαρος
- -η, -ο1. αυτός που έχει ξύλινα πόδια2. (σκωπτικά) άνθρωπος με λεπτά και μακριά πόδια3. το ουδ. ως ουσ. το ξυλοπόδαροα) ξύλινο πόδι που αντικαθιστά το ακρωτηριασμένοβ) το καλόβαθρογ) το καλαπόδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλοπόδης — ο (Α ξυλοπόδης) αυτός που έχει ξύλινα πόδια, ξυλοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. αιγο πόδης] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek